|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σεργιάνισμα? — — απιστία — παπαδίστικος — μπιντέ — ασμένως — μαγγανιούχος — κυπρέϊκος — αγρίευμα — στροβιλίζω — αποθωρακίζω — ασύστολος — παραγυιός — διασκευάζω — κυανίτης — εθνοφρουρός — ρινόμακτρο — λέκιασμα — αγγειοχειρουργός — αλμύρα — υστερικός — Σιδηρόκαστρο — ψύχραιμα |
|||