|
ο упрямец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрямец? — ισχυρογνώμονας как с (ново)греческого переводится слово ισχυρογνώμονας? — упрямец — διαμοχλεύω — ερήμωμα — άκαπνος — συναντώ — καταρραχιά — δασώνω — αποσκληρύνω — φαφλατιά — αλληλοσυλλυπούμαι — γαμίκος — αυγοκαλάμαρα — σχολαστικίζω — γονιά — αυτονόητος — αποθηκευτικός — μάργαρο — ανταγωνίζομαι — κλειδωνάς — τερματικό — αφρισμός — στιλβωμένος |
|||