|
το пилотка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пилотка? — δίκωχο как с (ново)греческого переводится слово δίκωχο? — пилотка — οριζόντια — τόκος — άφωνος — βρακοπόδι — κεντρόμολος — Αίγυπτος — βουλησιαρχία — μούρλια — ρύθμιση — κλειδοκύμβαλο — κεντιστός — ελαφρολόγία — αθώος — ιστιοποιός — απίστωτος — στένω — πορδοκλανείο — τσαχπινιάρης — έλεγξη — δυσμορφία — πεμπτουσία |
|||