|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καταρτισμένος? — — καθίκι — καταλήστευση — οδηγητής — επιδιορθωτικά — τσιπροκατάνυξη — στειμμένος — γονόκοκκος — μισαλλόδοξος — ξελεπίζω — αλυσιτελής — εορτινός — αράπικος — αμέλημα — μοσχοκάρυδο — χειμάδιον — δόκιμος — γοργοκινησιά — Εσθονός — βασιλοκτόνος — γδικιέμαι — άρδην |
|||