|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοροϊδεύομαι? — — διεφάνην — άρτηκας — αλιβάνιστος — πηλοπλαστικός — πείραμα — μελετήτρια — ράϊχ — ευαγγελιστής — φιλόξενος — δεινό — εξάποδα — εδωπάνου — θρύπτομαι — διαθλαστικότητα — παΐδι — κρυσταλλικότητα — υπομισθώνω — επίπαγος — αχτιδοστέφανο — παραβγαίνω — αποβλάκωμα |
|||