|
ο превосходительство (при обращении) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово превосходительство? — εξοχώτατος как с (ново)греческого переводится слово εξοχώτατος? — превосходительство — σφραγιδόκηρος — σεχταριστής — άπτωτος — φιδοζώνομαι — μιλιέμαι — απαρέσκομαι — υπερπήδηση — τετράγωνο — κοντόξυλο — αμαξοφόρτωμα — Εσπερία — προαποφαίνομαι — επίρρωση — πανικά — διαμαντοχρώματα — διασόβεργα — μνεία — αμμή — διατείνω — πτώσσω — κήπευσις |
|||