παρενέπεσα

формы словаβ
παρενέπεσα
αόρ. от παρεμπίπτω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово παρενέπεσα? —


χαροπάλεμαλυσιτέλειααποσχηματίζωΨηλορείτηςυπολειμματικόςσουρπιάηλιοβολίααοκνίααδιάντροποςμικροκαβγαδάκιαφετεροίωσητρωτότηταρήσηαλγοριθμικόςεθνικιστικόςμηδενικούρααιγίλωπαςγκαφαδόροςάτοιχοςαργοσαλεύωΦινλανδός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit