|
αόρ. от παρεμπίπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παρενέπεσα? — — χαροπάλεμα — λυσιτέλεια — αποσχηματίζω — Ψηλορείτης — υπολειμματικός — σουρπιά — ηλιοβολία — αοκνία — αδιάντροπος — μικροκαβγαδάκι — αφετεροίωση — τρωτότητα — ρήση — αλγοριθμικός — εθνικιστικός — μηδενικούρα — αιγίλωπας — γκαφαδόρος — άτοιχος — αργοσαλεύω — Φινλανδός |
|||