Новогреческий словарь
σκληροτράχηλος
σκληροτράχηλ|ος
упрямый, твердолобый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
упрямый
? —
σκληροτράχηλος
как на
(ново)греческом
будет слово
твердолобый
? —
σκληροτράχηλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκληροτράχηλος
? — упрямый, твердолобый
#
(ново)греческий словарь
—
λαγοπόδαρος
—
καταναλώσιμος
—
βοτανιάζω
—
σπουδιαίος
—
πνευμονολόγος
—
καταδρομεύς
—
πλαταράρια
—
σταχτοπούτα
—
εκπλυση
—
κίνητρο
—
μαγγανεία
—
ετεροταξία
—
μάννα
—
αιθεροβάμονας
—
εξωραϊστικός
—
πικρικός
—
αχυροκοπτικός
—
διασκόπηση
—
υδρομεταλλικός
—
πέλαγος
—
οικοτροφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве