|
женоподобный; === τό ~ον τέρας — злая женщина, ведьма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женоподобный? — γυναικόμορφος как с (ново)греческого переводится слово γυναικόμορφος? — женоподобный — μαξιμαλιστής — φιγουρατζού — μπάρκο — ιχθυόσαυρος — υπόθετο — γλυφαίνω — ηλιόβολος — σιδηροδρομικός — μεταλλόπλυση — γλαυκόχρους — υπερήλιξ — ξελακκώνω — αλλοτριόμορφος — αποτηγανίδι — δασοφυτεία — επιβράδυνση — ξαναφουντώνω — αδιάτομος — τρανιός — καρτερία — δικαιούχος |
|||