|
доцентский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доцентский? — υφηγητικός как с (ново)греческого переводится слово υφηγητικός? — доцентский — φτέρνα — αλληλοφαγωμός — υπόθετο — καλοριζικεύω — εσοδεύω — λεβέντικος — πισσοτήρας — συριακός — επιβιβάζω — γρανιτόστρωση — αδιαβεβαίωτος — σφράγιση — λιχνιστής — μπουκέττο — στάχυ — σίτος — γριφοειδής — σταμπαρισμένος — φουρνέλλο — αγιοταφίτισσα — παράνομος |
|||