|
το треуголка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово треуголка? — τρικαντό как с (ново)греческого переводится слово τρικαντό? — треуголка — δυάδα — γκαλάντης — ξεπεζεύω — ελαφροποινίτης — βλόγηση — διπλοπροσωπία — ανεξάλειπτος — βαρυστομαχιάζω — ευκολοβάσταχτος — αποκρυπτογράφησις — αβομβάρδιστος — ποταμίδα — βόμβυξ — ερμηνέας — γκαϊδός — ακάμωτος — μεσόγαιος — μετωπικότητα — δίτρυτος — πιλαλώ — δικαιόφρων |
|||