|
το опрокидывание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опрокидывание? — ανασκέλωμα как с (ново)греческого переводится слово ανασκέλωμα? — опрокидывание — δίκοχος — ψυχοφθόρος — θρεπτικός — φρικαλέος — υστεροπληγία — βαρελοσανίδα — υποτρίζω — μηχανορράφος — αραποσυκιά — αναπτυχή — αμιγής — κρεμιέμαι — θάπτω — παιδιόθεν — ψυχρηλατώ — ξήρανση — ψαθοποιός — σαστισμάρα — βιβλιογραφικός — αμμόπετρα — φτυάρι |
|||