|
η постельные принадлежности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово постельные принадлежности? — κλινοστρωμνή как с (ново)греческого переводится слово κλινοστρωμνή? — постельные принадлежности — αμίαντο — φουρνάρισσα — ενδεδειγμένος — ύφεση — ξεραίνομαι — φουσκοδεντριά — βιβλιοφυλάκιον — καβουρίνα — καρδιοτοκογράφος — θεοποιούμαι — ξιφοθήκη — ταλέντο — άύτοπλαστική — σειρίαση — ακροφυής — αρχιδούκας — τρομπάρισμα — νταλώνομαι — αρχιμηχανικός — ασπρολίθι — απογείωση |
|||