|
пытливый; любознательный; ~ό βλέμμα — пытливый взгляд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пытливый? — εταστικός как на (ново)греческом будет слово любознательный? — εταστικός как с (ново)греческого переводится слово εταστικός? — пытливый, любознательный — υποκλυσμός — απομεινάδι — διαμαντοκόλλητος — κατασκοπικός — αμυλαλκοόλη — χτυποβρόντημα — ολκόμετρο — εξαγορεύω — φίλεμα — γκιλλιοτίνα — ασυντρόφευτος — γρίτσα — υπερόπτης — αναθάρρος — φιδάκι — μεσίστιος — ονομαστική — πωλήτρια — κομμοδίνο — ασυνόδευτος — χυδαΐζω |
|||