|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τιμονάκι? — — πολυχρονεμένος — αφοριστικός — εμμηνοστασία — ξαναπερνώ — απόχη — αμειδίαστος — περιουσιακός — δεσμώτηριον — απουργός — επιστέγαση — καταβάλλω — πολωτικός — αγκυροβολώ — ασπροκίτρινος — ελαιουργείο — κλώτσος — χλεμπονιάρης — καλαμάρι — πορνοστάρ — θαλάσσερμα — πληγωμένος |
|||