|
информированный, уведомленный; από καλά (καλώς) ~ους κύκλους — из хорошо информированных кругов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово информированный? — πληροφορημένος как на (ново)греческом будет слово уведомленный? — πληροφορημένος как с (ново)греческого переводится слово πληροφορημένος? — информированный, уведомленный — μιλιούμαι — μελλόνυμφος — αποβλάκωση — κογχάριο — λιοφάγος — εμπορεύσιμος — βήλα — αμπελοκτηματίας — κατσιποδιά — ακετυλένιον — διακλήρωσις — τριποδίζω — ήσυχα — μουλάρωμα — σουβαδίζω — μακρός — καταιονίζω — μοτόρι — δεμοτοποιός — τρίμηνο — αρχαιομαθής |
|||