|
повторно назначать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово повторно назначать? — αναδιορίζω как с (ново)греческого переводится слово αναδιορίζω? — повторно назначать — ιχνηλασία — μαστρολογώ — αγοήτευτος — αιθρίασμα — αχαλάρωτος — ξαπλωτός — παμψηφία — γυναικομάνι — καστανιά — σαραντάρισσα — αστάλαχτος — κασμήρι — τεμπέλης — ομοιοκατάληκτος — πυκνοφυτευμένος — βρόγχίσκος — δύστροπος — δερματικός — εξωκαρδία — πτόλεμος — πιτυρίδα |
|||