|
παθ. αόρ. от εκλέγω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξελέγην? — — μεταξόνιο — προστυχόμουτρο — άρπομαι — αγοριτσίστικα — ρικνότητα — χασομέρισσα — ψηγματοσυλλέκτης — οπτάνθραξ — απρόσκοπτα — κάψιμο — μελιχρός — ερειστικός — πολυκήριον — τεστ — ξέκαμα — χαρτοβιβλιοπωλείο — ξενιτεμός — κλωσσόπουλο — μεροφάγι — ανισόμετρος — υαλοειδής |
|||