|
τα нормальное состояние; έρχομαι στά ~ μου — приходить в нормальное состояние, приходить в себя; δέν είμαι στά ~ μου — быть не в своём уме, быть ненормальным #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нормальное состояние? — συγκαλά как с (ново)греческого переводится слово συγκαλά? — нормальное состояние — ντερμπεντέρης — πηλοφόρος — μετασχηματισμένος — αρεζούμενος — στυλιστικός — αδιακρίτως — ξινοφέρνω — σημείωση — μούρδας — αναιμωτί — μελωδός — ανεμοφράκτης — ανεμολογία — τυραννοκτόνος — εφημέριος — μοσχάρι — αποστείρωση — κουτσομύτης — προσεγγιστικός — γλυκομουρμουρίζω — σεμιίδαλις |
|||