|
το прыжок; скачок; === τό ~ τού θανάτου — сальто-мортале #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прыжок? — σάλτο как на (ново)греческом будет слово скачок? — σάλτο как с (ново)греческого переводится слово σάλτο? — прыжок, скачок — αιθεροβάμονας — άρα — κομματιάζω — κληρονομιά — τερατογόνος — αφηγηματικά — αρχάριος — κορέος — αγγειοπάθεια — ακοίμητος — ομορφογυναίκα — παγίδα — απεικονίζομαι — μισοφαγωμένος — στεγανοποίηση — σερβίρω — ασπλαχνιά — κελλιώτης — μηνίω — μεταγνώθω — μαστοράκι |
|||