|
каштановый (о цвете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каштановый? — μαρρόν как с (ново)греческого переводится слово μαρρόν? — каштановый — αμαύρωση — ψυχαλήθρα — πολισμάνος — τύρφη — ταξιτζίνα — αναμηρυκαστικός — δωροληψία — έπεισα — μακάστα — απανθρακωμένος — πηχτός — αναδίπλωμα — πλοκάμι — αρχαιολάτρης — σαμπρέλα — αποθησαυριστικός — γοφός — χαρούδια — επιστάτης — βοτανολογάω — δαμίάστρια |
|||