|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουτυροποιείο? — — δεντροκαλλιέργεια — εκραζίτις — φιλανθρωπικός — αποθαλασσώνομαι — σαμαρτζής — γκεστίζω — τελματώνω — ασπρογάλανος — λωποδύταρος — γιάσμα — ευυπόληπτος — ακατράμωτος — προπάντων — κλώσσισμα — ακριβολόγος — δικαιούχος — διαίρεσις — αυξομειούμαι — κουσκουσούρα — επαναπαύομαι — κατασυκοφαντώ |
|||