|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρφωτής? — — αναπληρωτός — καρσιλαμάς — διαδόσιμος — πουστρόνι — πατίνι — βαφτισιμιός — βρουχίζω — ευκτικός — κατωσάγονο — σταχτερός — πέθαμα — παραδειγματίζω — κατάτμησις — επικυρωμένος — διατσίντο — αξανά — κοχλιοφόρος — ατνώς — στενοχωριέμαι — κρεατόπιτα — διπλοψήφιση |
|||