|
το 1) пятка; 2) каблук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пятка? — φτερνί как на (ново)греческом будет слово каблук? — φτερνί как с (ново)греческого переводится слово φτερνί? — пятка, каблук — φεγγαροκυρά — στρογγυλοκάθομαι — άνισος — παπαδαριό — φρενιτιώδης — χρυσόψυχος — σπλάχνο — εντεταμένος — αποψυκτήριο — γουρουνοτρίχης — δίκελλα — αξέφραστος — μπατάρω — ψυχοσωματικά — γλιγουδεύομαι — σύμμιξη — γαλακτοσκόπιο — γονιός — δρυοκολάπτης — νεύσις — ξεμεσημεριάζω |
|||