|
το 1) мокрота; 2) плевок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мокрота? — πτύελο как на (ново)греческом будет слово плевок? — πτύελο как с (ново)греческого переводится слово πτύελο? — мокрота, плевок — δυσκόλεμα — αψίκορον — βαθιοκόκκινος — παλικαριά — μπάσσο — ανεπαίσθητος — ολονυκτία — λιτοδίαιτος — εμψύχωση — ανώι — περίχυμα — σύμφυρση — αναμορφώνω — αμφιβληστροειδής — γλυκοκελαηδούσσα — σφοδρώς — αριθμητός — διχογνωμώ — χρώμα — ξυπνητός — έμπυον |
|||