Новогреческий словарь
πτύελο
πτύελο
το 1)
мокрота
;
2)
плевок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мокрота
? —
πτύελο
как на
(ново)греческом
будет слово
плевок
? —
πτύελο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πτύελο
? — мокрота, плевок
#
(ново)греческий словарь
—
βαθιοκοίμητος
—
διαμείβω
—
αρχιεροσύνη
—
μυξομάντηλο
—
παρατηρητής
—
περιστέρα
—
αυγουλάτο
—
κεραμιδάδικο
—
λεμβοδρομία
—
περπάτημα
—
ανακλώμαι
—
δημηγορικός
—
χρυσαφικό
—
εσκεμμένως
—
ναυτεργάτης
—
ατροποποίητος
—
γαμηλιωτες
—
ατυχώ
—
εσοδεία
—
κυματοβολή
—
δικτατωρεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве