|
мор. отталкивать (лодку и т. п.); === αβάρα από δώ! — убирайся отсюда!, отчаливай! #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отталкивать? — αβαράρω как с (ново)греческого переводится слово αβαράρω? — отталкивать — ακοίταχτος — αναρρίχηση — σκύμνος — αποχαιρετισμός — ακαταλάλητος — πρωτομαρτιάτικα — κατάλευκος — κοιμήσικος — λιμενικός — σιούτος — στυππίον — ανθρωπολογικός — αποκοίμηση — εκπορθητής — αυχένας — αγκυροβόλημα — μπετόνι — πιπέρι — ακτοπλοΐα — όμως — νερόπιασμα |
|||