|
рассыпным строем, рассредоточенно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рассыпным строем? — ακροβολιστί как на (ново)греческом будет слово рассредоточенно? — ακροβολιστί как с (ново)греческого переводится слово ακροβολιστί? — рассыпным строем, рассредоточенно — εγκρουστήρ — υστεροχρονολογώ — ενσχοίνιση — ασυγχρόνιστος — ευοδώνομαι — προαιμορροϊκός — μεγαλομανία — σοφράνο — επιστόμωση — εμπορομηχανικός — κενόσοφος — μίλτος — πλεγματικός — σιλλιμανίτης — πένταθλο — Μεξικάνή — παράταιρος — κουλτούρα — Σατανάς — δόμηση — οξύνοια |
|||