Новогреческий словарь
αμαυρωτής
αμαυρωτής
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμαυρωτής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λειχήνα
—
γυφτίλα
—
δάσιος
—
ουτιδανότης
—
διαφορεμένος
—
θεολογικός
—
διάδηλος
—
συνταγματικός
—
άνθραξ
—
πώντσι
—
απολογισμός
—
ημικυκλικά
—
ραδιοπυξίς
—
θεωρητής
—
εδαφιστήριον
—
σαμούρι
—
συναπάρτισμα
—
δραματοποιούμαι
—
αστοίβακτος
—
δυνητικός
—
γεννοφάσκια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве