|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λεξικογράφηση? — — έκπληξη — χαρακιά — μεγαλύνω — λαγωνίκα — σαπουνάδικο — φέξο — απόξυση — αντιθωρώ — πλουσιοπάροχος — διαγογγυσμός — μεξικανικός — επιμένων — μεγάθυμος — δροσάνεμο — χάλαρο — σκευάμαξα — μπουγαδοκλέφτης — εξακουστός — εμβρυακός — μισοανοιχτός — ωταρία |
|||