|
ο обжигальщик гипса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обжигальщик гипса? — γυψοποιός как с (ново)греческого переводится слово γυψοποιός? — обжигальщик гипса — επικρίνομαι — ξενόκουμπο — συνταύτιση — καυσόξυλο — μεροκάματο — γνωμολογικός — αντισυλληπτικό — μετεγγραφή — πλινθοδομή — μακρυχέρης — λιθοβολία — αυταπαρνησία — εμορφαίνω — αποκαμωμένος — ρίζωμα — λαδομπογιαντίζομαι — υφάλμυρος — πουσταρέλι — συνίζηση — έκκεντρον — αλογοσύρτης |
|||