|
игуменствовать, быть игуменом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово игуменствовать? — ηγουμενεύω как на (ново)греческом будет слово быть игуменом? — ηγουμενεύω как с (ново)греческого переводится слово ηγουμενεύω? — игуменствовать, быть игуменом — επαγώγιμον — συντηρητικά — ανασκουμποχέρης — αγγλόφιλος — μονομαχώ — στροφαλοφόρος — συμπαραστέκομαι — κακοστόμαχος — επανωσένδονον — αικία — ακαταφρόνετος — κραταιότης — ακαματεύω — ναστός — εκσπερματώ — πτηνοπωλείο — σανσκριτική — ξεκολλάω — αναγκαστικός — κουλάκικος — δικαιούχος |
|||