|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιτσιλιά? — — στόλαρχος — ενδοπαράσιτο — πάτρια — ανεπεξέργαστος — συνάγω — οπλομαχώ — βιδολόγος — αδελφάτο — μπουρανόσουπα — οικουμένη — πειραματίζομαι — προσαύξηση — τιμιότητα — φλώρι — σχηματικός — αγωγή — λυκειόπαιδο — εμβελές — ξαλαφρώνω — τρόλλεϋ — ζωοκλοπή |
|||