|
η ночник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ночник? — βεγιέζα как с (ново)греческого переводится слово βεγιέζα? — ночник — δανειοληπτικός — γαβάνι — πυκνοκατοίκητος — λιγάκι — σουρουκλεμές — γυροβολάω — ουροκυστίτιδα — γομμαλάκκα — χεροδούλης — ξελέκιασμα — ακουμπώ — απισχναίνω — αστροθετώ — δυό — ρέψιμο — αμάραντος — σωματώδης — γκρεμοτσακίζομαι — αριστοβάθμιος — αμάνδριστος — ονοματοθετώ |
|||