|
отделять стеной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отделять стеной? — διατειχίζω как с (ново)греческого переводится слово διατειχίζω? — отделять стеной — ασάφεια — οσμή — ελαφρόπαρτος — υποτακτικός — υστεροχρονολογία — υδροθεραπευτήριο — διαφωτισμός — αισθησιαρχία — ξανθόμαλλο — αλετρόχερο — φρονιμίτης — προσορμίζομαι — ελεφαντίνη — αεροδρόμιο — υποδέκτης — επένδυμα — νεφρολιθοτομία — ταπητουργείον — πετροπέρδικα — αχνοΰφαντος — πρό |
|||