|
το остаток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остаток? — λείμμα как с (ново)греческого переводится слово λείμμα? — остаток — ερειστικός — ασφάλιστρο — καρατόμηση — δαμασκηνέα — μαγειρικός — απαράγγελτος — αχάρακτος — συνεταιριστικοποίηση — φροντίζω — πρέμνο — αναβολισμός — σκολοπίζω — πνευμονία — διανοούμενος — πλήρωση — ευλογοφανής — αχειραφέτητος — αυταπάτη — σαββατοκύριακο — ψυχασθενικός — αποσκληρύνω |
|||