|
ο 1) антрацит; 2) кочегар (на корабле) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово антрацит? — ανθρακίτης как на (ново)греческом будет слово кочегар? — ανθρακίτης как с (ново)греческого переводится слово ανθρακίτης? — антрацит, кочегар — ντουφέκισμα — χρησάμενος — Γενάρης — βαρυγγώμια — ανειδίκευτος — σφαιρόμετρο — ανατολιστής — ιππική — παράβλαστος — αρριζος — χνουδάτος — παχύμετρο — κρασοστάφυλο — επιθυμία — άπτωτος — ατμοπλοΐα — εκεχειρία — πεντηκονθήμερος — τσιμπλής — αντίδικος — εισδοχή |
|||