|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γονιμοποιούμαι? — — καψαλίζω — διακλαδώνομαι — παροδικώς — άφαντος — μικρολογία — απροκοπία — ελικοτόμος — αρνίο — κατακλέβω — χωννύω — μονοθυγατέρα — υδραργυρικός — παράταιρος — αντανακλαστικός — υδρογονούχος — ομοιότυπο — φαγάκι — αλανάριστος — αγουρίλα — γηράματα — εκριζωμός |
|||