Новогреческий словарь
γονιμοποιούμαι
γονιμοποιούμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γονιμοποιούμαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ελλειπτικός
—
μίσθωση
—
καζανιάζω
—
χοντρέλλα
—
δέντρωνομαι
—
απουσιάζω
—
διπλασιασμένος
—
χιλιοστός
—
μυοκάρδιο
—
χορταριασμένος
—
πυλωρός
—
αβούρλιαστος
—
χεριά
—
ανακυλώ
—
κόπος
—
διακωδοινίζω
—
τσιλημπουρδίζω
—
τηλεφωνικώς
—
ολοχρονής
—
κλονισηκός
—
ολότυφλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве