Новогреческий словарь
κελευστής
κελευστ|ής
ο мор.
старшина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
старшина
? —
κελευστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
κελευστής
? — старшина
#
(ново)греческий словарь
—
θερμοκέφαλος
—
σοσιαλδημοκρατικός
—
αχλεύαστος
—
δικτυωτό
—
μοσχοκάρφι
—
αργοταξιδεύω
—
μικροβιοθεραπευτική
—
θυελλώδης
—
είθε
—
νταβανώνω
—
ανακαινίστρια
—
απαραχάρακτος
—
συσπώ
—
πτάξ
—
δράκοντας
—
αμυκτήριστος
—
ενάκανθος
—
νεφροειδής
—
πληθώρα
—
καλτσοδέτα
—
σκωληκίασις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве