|
η домогательство; погоня (за чем-либо); поиски (чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово домогательство? — επιζήτηση как на (ново)греческом будет слово погоня? — επιζήτηση как на (ново)греческом будет слово поиски? — επιζήτηση как с (ново)греческого переводится слово επιζήτηση? — домогательство, погоня, поиски — ρυτίδωση — εκφόβηση — σπαζοκέφης — ζύγια — εκατομμυριούχος — χοροδιδάσκαλος — γαγγραίνωμα — γουβάς — κιβδηλοποιία — θερμασιά — φετιχιστικός — ποδοκίνητος — ανεπαισθήτως — στάση — πίτυς — στεναχώρια — εξάγραμμα — προεισαγωγή — τορπίλλη — ραδιοτηλεγράφημα — συνέρισμα |
|||