|
η мамочка; ~ μου — золотце моё, дорогая моя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мамочка? — μανίτσα как с (ново)греческого переводится слово μανίτσα? — мамочка — απόλεμος — δυσπορηγόρητος — λοκάντα — οδηγός — κοσμοβριθής — πυργώνω — σχοινοβατικός — απεισμάτωτος — μπαρκάρισμα — έμβρυος — εξηκονταετηρίδα — σώσιμο — τιμολογώ — αμφορέας — ωμοπλατιαίος — δραματοποιημένος — συσπουδαστής — αιμοσκοπικός — εξάνθημα — μελιτακιά — βελάγιο |
|||