|
η мамочка; ~ μου — золотце моё, дорогая моя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мамочка? — μανίτσα как с (ново)греческого переводится слово μανίτσα? — мамочка — εξεμώ — όρθια — καραμπογιά — ανεμόδρομος — αδιακοίνωτος — ενεπήχθην — σκιαγραφία — εύπηκτος — καταμοσχεύω — διλογία — ουζερί — Θεοφάνεια — ακατούρητος — χρηματιστής — γέρατιά — ξυλόσφυρα — ξιδοβάρελλο — ευρωτίαση — διαυλικός — ολιγοσαρκία — υπερπροστατευτικά |
|||