|
гидрометрический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гидрометрический? — υδρομετρικός как с (ново)греческого переводится слово υδρομετρικός? — гидрометрический — σούτ — εμπειροπόλεμος — αδικιά — υφυπουργείο — φωτοσφαίρα — ποτοαπαγόρευση — αγενής — ασπρογαλιάζω — στρατιωτικοποιώ — αμμή — ακτήμων — αστικός — ελπιδοφόρος — αντιψέγω — σπληνιώ — καμάκωμα — διάτηξις — νέμεση — αχειρία — ένθα — καλαθάρα |
|||