|
мгновенный; ~ θάνατος — мгновенная смерть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мгновенный? — ακαριαίος как с (ново)греческого переводится слово ακαριαίος? — мгновенный — σκάμνα — ξελωλαίνω — αποτειχίζω — πηγαινέλα — γραπτά — ενημερωτικός — θαλασσοφοβία — βαλσαμώνω — λύκειος — αμπαρωμένος — ταπείνωμα — γαριερός — θρησκευτικότητα — ουζοπότις — καποδιστριακός — κακοθάλασσος — εβραϊστί — συγκινδυνεύω — καλοήθης — δυσαλλοίωτος — ερημοδικώ |
|||