Новогреческий словарь
ακαριαίος
ακαριαί|ος
мгновенный
;
~ θάνατος — мгновенная смерть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мгновенный
? —
ακαριαίος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακαριαίος
? — мгновенный
#
(ново)греческий словарь
—
αποχυλώνω
—
κοντόχοντρος
—
συνεννοούμαι
—
αδιασκεύαστος
—
αστούμπιστος
—
σωριάζομαι
—
γκέϊσα
—
κοριτσόπουλο
—
ξεστυλώνω
—
σταλαγμένος
—
νοσφίζομαι
—
γρούπος
—
καπριτσιόζα
—
θεματολόγιο
—
υποστέλλω
—
ευαπόκτητος
—
ζωσμένος
—
αντηχητής
—
καθοδηγητής
—
άρκτος
—
μακάσφαλτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве