|
το ментол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ментол? — μινθέλαιον как с (ново)греческого переводится слово μινθέλαιον? — ментол — εγκαλλώπισμα — σφαγμός — αγγελοβαρεμένος — μαργαϊκός — βροτός — αντιζυγίά — ακτινοδέσμη — εξαχρειωτικός — μπατικός — βιρανές — ξεπλέκω — αγαθωσύνη — ωμοπλατοσκοπία — επαληθεύω — αλευροειδής — λαθρόχειρας — ανθράκευση — εγχελυς — ανεξίτηλος — ανεξακρίβωτος — ιστορικά |
|||