μινθέλαιον

формы словаβ
μινθέλαιον
το ментол



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ментол? — μινθέλαιον
как с (ново)греческого переводится слово μινθέλαιον? — ментол


εγκαλλώπισμασφαγμόςαγγελοβαρεμένοςμαργαϊκόςβροτόςαντιζυγίάακτινοδέσμηεξαχρειωτικόςμπατικόςβιρανέςξεπλέκωαγαθωσύνηωμοπλατοσκοπίαεπαληθεύωαλευροειδήςλαθρόχειραςανθράκευσηεγχελυςανεξίτηλοςανεξακρίβωτοςιστορικά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit