|
η 1) вид блузы; 2) носилки (на стройке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вид блузы? — καζάκα как на (ново)греческом будет слово носилки? — καζάκα как с (ново)греческого переводится слово καζάκα? — вид блузы, носилки — μηχανορράφος — ύγρανση — τσάπουρνο — συγκεντροποιώ — κουφότητα — βουλευτοκρατία — καλαφατικόν — ανάπαψη — κλημακοειδής — χυτάσφαλτος — απόθλιμμα — κανναβένιος — ανθολόγημα — αναστέλλω — σμολτώνω — αντεισαγγελεύω — απαλυντικά — κόρυμβος — συντομία — διεκδικητικός — μπάτσος |
|||