|
το 1) таращение глаз; 2) пучеглазие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово таращение глаз? — γούρλωμα как на (ново)греческом будет слово пучеглазие? — γούρλωμα как с (ново)греческого переводится слово γούρλωμα? — таращение глаз, пучеглазие — μαζώχτρα — αλεξίλυπος — βουλευτικό — αρρενωπό — χαλκοειδής — αφυλάκιστος — αετονύχι — αφεντοπούλα — ακροαστικός — θεραπευτήριο — φλογίζω — άστιχτος — κουφιοκάρυδο — πριχού — ξaμπελίζω — αρχοντονιός — γκαίνιση — καθεστώς — αναρχοαυτόνομος — εδραίος — φωταγωγημένος |
|||