|
η деревянная крыша #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревянная крыша? — ξυλοσκεπή как с (ново)греческого переводится слово ξυλοσκεπή? — деревянная крыша — απρόφερτος — ενήλικος — ανατρίπτης — καφεπότις — αυτοκινητοβιομηχανία — ειλωτεύω — απογαλακτίζω — ανεπιφύλακτως — εβκάφιον — αντσούγια — οχηματαγωγό — λεξικογράφος — φάρος — εξιδιασμένος — φιλόλογος — μπασιμπουζούκος — κοκάρδα — ταραγμένος — απόγνωση — διαφλέγω — αντιμεθαυριανός |
|||