|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γιασεμάκι? — — θολόσταχτη — τροχονόμος — ενσφράγισις — εξαερισμός — αβλεπής — αθλιότητα — απηχώ — ολόπλευρος — απαιτητός — ενάργυρος — κοπαδιάρης — καρυδένιος — εργατικότητα — δωροδέκτης — ήρως — πώρινος — συμμαχία — πολιομυελιτικός — ρηχά — εναποταμιεύω — βρόμος |
|||