Новогреческий словарь
αποκλαδίζω
αποκλαδίζω
обрезать ветки
(виноградника, фруктовых деревьев)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обрезать ветки
? —
αποκλαδίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκλαδίζω
? — обрезать ветки
#
(ново)греческий словарь
—
αγρονόμος
—
αλητόπαιδο
—
τσιμεντοκονίαμα
—
απαλότητα
—
αναθάλπω
—
καθησύχαση
—
παιδίσκη
—
αποτράχυνση
—
σοβχόζ
—
συνεφέρνω
—
ξεψυχισμένος
—
τυφλοσύρτης
—
ανάρμεγος
—
περιδεής
—
αλαφρομυαλιά
—
εκζεματικός
—
αμάλακτος
—
ανθεξα
—
δήμευση
—
εξομαλιστικός
—
συλλήβδην
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω