|
το люминал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово люминал? — λουμινάλ как с (ново)греческого переводится слово λουμινάλ? — люминал — κόρυζα — στύλωση — αμύλωσις — παλαιοντολογικός — λευκόλιθος — σφαιρίδιο — απότιστος — χολερίνη — παιδιαρίσματα — σαπρόφιλα — άοικος — ξώφαλσα — προσκοπίνα — αχτιδικός — συμβιώνω — απάρθενος — εισπνέω — βαμβακόφυτος — πιπέρωμα — αδίδακτος — ξεπιάνομαι |
|||