|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εθναρχία? — — ανυπαγόρευτο — περισσότερον — ανακύμανση — μαλακία — πόμπιασμα — αναπόδιασμα — καλαθοσφαιρίστρια — λογικός — εκφύλλιση — χαβαρώνι — κοίτη — ζαλιγγώνουμαι — ακράνι — βουλητικό — κρατήρας — επαναστατικά — υπερηκοΐα — πίπερμαν — αποκαπνισμός — ευεπιφόρως — διαβαστερός |
|||